- φλεγυρος
- φλεγυρόςφλεγῠρός3огненный, пламенный
(Μοῦσα Arph.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(Μοῦσα Arph.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
φλεγυρός — ά, όν, Α 1. φλογερός 2. μτφ. α) θερμός, ενθουσιώδης β) πιθ. περίφημος, ονομαστός 3. (κατά τον Ησύχ.) «ὑβριστικός». [ΕΤΥΜΟΛ. < φλέγω (για τη μορφή φλεγυ τού θ. βλ. λ. φλέγω) + επίθημα ρός (πρβλ. ψυχ ρός)] … Dictionary of Greek
φλεγυρά — φλεγυρός burning neut nom/voc/acc pl φλεγυρά̱ , φλεγυρός burning fem nom/voc/acc dual φλεγυρά̱ , φλεγυρός burning fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλεγυρόν — φλεγυρός burning masc acc sg φλεγυρός burning neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλεγυροῦ — φλεγυρός burning masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-υρός — μόρφημα τής Αρχαίας Ελληνικής με υγρό σύμφωνο ρ και φωνηεντισμό υ από θέματα με χαρακτήρα υ (πρβλ. γλάφυ: γλαφ υ ρός, λιγύς: λιγ υ ρός). Το μόρφημα συνδέεται με τα: αρός, ερός*, ηρός και ανάγεται στην Ινδοευρωπαϊκή. Εν αντιθέσει, ωστόσο, με τα… … Dictionary of Greek
γλαμυρός — γλαμυρός, ά, όν (Α) τσιμπλιάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος διαλεκτικός τ. τού γλάμων* σε υρός (πρβλ. γλαφυρός, λιγυρός, φλεγυρός κ.ά.)] … Dictionary of Greek
φλέγω — ΝΜΑ 1. καίω με φλόγα, φλογίζω, πυρπολώ («φλέγον ἀκτῖσιν ἥλιος χθόνα», Αισχύλ.) 2. μτφ. εξάπτω, διεγείρω, ανάβω (α. «τόν φλέγει η επιθυμία του» β. «Ἄρεα... ὅς... φλέγει με», Σοφ.) νεοελλ. 1. μέσ. φλέγομαι μτφ. α) κατέχομαι από ζήλο ή από έντονη… … Dictionary of Greek